- απηλιώτη
- doğu rüzgarı
Ελληνικό – Τουρκικό Λεξικό. 2010.
Ελληνικό – Τουρκικό Λεξικό. 2010.
ἀπηλιώτῃ — ἀπηλιώτης east wind masc dat sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀπηλιώτηι — ἀπηλιώτῃ , ἀπηλιώτης east wind masc dat sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
απηλιωτικός — ἀπηλιωτικός, ή, όν (Α) αυτός που προέρχεται από το μέρος του απηλιώτη, από την ανατολή … Dictionary of Greek
εξαπηλιωτικός — ή, όν ἐξαπηλιωτικός, ή, όν (Α) απηλιωτικός, αυτός που προέρχεται από ή κατευθύνεται προς το μέρος τού απηλιώτη, τού ανατολικού ανέμου, ο ανατολικός. [ΕΤΥΜΟΛ. < εξ + απ ηλιωτ ικός (< απηλιώτης «ανατολικός άνεμος», τ. που εμφανίζει ιωνική… … Dictionary of Greek
ευραπηλιώτης — ο άνεμος που πνέει από σημείο τού ορίζοντα κείμενο ανάμεσα στον απηλιώτη (ανατολικό) και τον εύρο (νοτιοανατολικό), σοροκολεβάντες. [ΕΤΥΜΟΛ. < Εύρος + Απηλιώτης] … Dictionary of Greek
μεσαπηλιώτης — ο ναυτ. άνεμος που πνέει από κατεύθυνση μεταξύ τού Μέση και τού Απηλιώτη, δηλ. μεταξύ τού βορειοανατολικού και τού ανατολικού ανέμου, αλλ. γραιγολεβάντες … Dictionary of Greek